- παροικιακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παροικία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παροικιακός — ή, ό [παροικία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται την παροικία ή στους παροίκους («παροικιακοί παράγοντες») … Dictionary of Greek